ΕΝΑΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: διήγημα για παιδιά
Το μαγαζί της κυρα-Σοφίας ήταν χρόνια κλειστό. Από τότε που πέθανε ο συγχωρεμένος ο άντρας της, ο μαραγκός, κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί να το νοικιάσει. Μόνο μια φορά ο Απόστολος, ο ανηψιός της κυρα-Γιώργαινας, είχε τολμήσει να το ζητήσει για κρεοπωλείο, μα μόλις άκουσε την τιμή, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές κι έφυγε γρήγορα χωρίς να τολμήσει ούτε παζάρια να κάνει. Όχι πως νοιαζόταν και πολύ η κυρα-Σοφία. Τα παιδιά της ήταν φτασμένοι έμποροι στην πρωτεύουσα, η ίδια είχε τον μπαξέ της, τις κότες της, τα γουρουνάκια της, κανέναν δεν είχε ανάγκη. Γιατί να βάλει κάποιον στο μαγαζί, να τον κάνει νοικοκύρη και να τον παρακαλάει κάθε πρώτη του μηνός να της δώσει το νοίκι; Μήπως η γειτόνισσά της, η Μαριγώ, που νοίκιαζε χρόνια στην πλατεία το δικό της μαγαζί είχε δει προκοπή; Όλο στο «περίμενε, θα δούμε αύριο» την είχε ο νοικάρης της.
Όμως ο χαμογελαστός νέος άντρας, που εμφανίστηκε μια Κυριακή πρωί, μετά την εκκλησία, και της ζήτησε το μαγαζί ήταν ευγενικός, είχε τρόπους, δεν γκρίνιαξε καθόλου μόλις άκουσε την τιμή κι όχι μόνο αυτό μα της έδωσε και δυο νοίκια μπροστά. Τις επιδιορθώσεις υποσχέθηκε να τις κάνει μόνος του, έπιαναν τα χέρια του, δεν ήθελε βοήθεια από κανέναν, ούτε φυσικά είχε σκοπό να επιβαρύνει χήρα γυναίκα με τόσα προβλήματα.
Έτσι νοικιάστηκε, μετά από χρόνια, το μαγαζί της κυρα-Σοφίας. Ο χαμογελαστός άντρας έπιασε δουλειά την ίδια μέρα. Φαινόταν πολύ προκομένος, καθάρισε και πέταξε τα παλιά ξύλα, τα καδρόνια και ό,τι άλλο υπήρχε απ’ την εποχή του συγχωρεμένου του μαραγκού και μέσα σε μια ώρα έβαλε μπρος να βάφει. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα, από στόμα σε στόμα, σ’ όλο το χωριό. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε έξω απ’ την πόρτα του μαγαζιού. Τέτοιο σημαντικό γεγονός είχε να συμβεί από τότε που έχασε μια κατσίκα ο μπαρμπα-Θόδωρος και ξεχύθηκαν όλοι σε βουνά και λαγκάδια να την ψάχνουν. Δεν ήταν λίγες οι απορίες του κόσμου. Ποιος ήταν ο χαμογελαστός άντρας, από πού είχε έρθει, τι μαγαζί είχε σκοπό ν’ ανοίξει; Το χωριό τους ήταν μικρό. Λίγα μαγαζιά είχαν καταφέρει να στεριώσουν. Αν κάποιος είχε μεγάλη ανάγκη ν’ αγοράσει κάτι, πήγαινε στην πρωτεύουσα, δεν ήταν μακριά, τρεις ώρες δρόμος με τ’ αυτοκίνητο. Μόνο ένας τρελός θα σκεφτόταν ν’ ανοίξει μαγαζί εδώ στην άκρη του κόσμου.
Τα κάστανα απ’ τη φωτιά ανέλαβε να βγάλει ο Δημητρός, ο δάσκαλος του χωριού, που ήξερε να μιλάει ωραία κι είχε θάρρος. Στάθηκε στην πόρτα του μαγαζιού κι οι υπόλοιποι έστησαν αυτί από πίσω του.
«Καλή σου μέρα, πατριώτη», είπε ο Δημητρός.
«Καλημέρα», απάντησε ο χαμογελαστός άντρας και κατέβηκε απ’ τη σκάλα να τον χαιρετίσει. Άσπρη μπογιά είχε κολλήσει στο πρόσωπό του κι έκανε το χαμόγελό του ακόμα πιο αστείο.
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας σφίξω το χέρι, γιατί είμαι μπογιατισμένος, όμως επιτρέψτε μου να συστηθώ. Λέγομαι Ερρίκος και στο μαγαζί μου θα πουλάω χωριάτικες πίτες. Ελπίζω την Τετάρτη να είμαι έτοιμος για τα εγκαίνια».
«Χωριάτικες πίτες;» ρώτησε με περιέργεια ο Δημητρός. «Ποιος θα τις αγοράζει; Πίτες φτιάχνουν όλες οι νοικοκυρές στο χωριό. Μήπως έχεις σκοπό να πουλάς και κάτι άλλο;»
«Όχι! Μόνο χωριάτικες πίτες!» απάντησε ο χαμογελαστός άντρας μιλώντας δυνατά για να τον ακούσουν όσοι κρυφάκουγαν απ’ έξω. «Αυτό ξέρω να κάνω. Το έχω μάθει εδώ και χρόνια. Πιστέψτε με, φτιάχνω πολύ νόστιμες πίτες και δε σκοπεύω ν’ αλλάξω επάγγελμα».
Ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Ο χαμογελαστός άντρας δεν έδειχνε και πολύ στα καλά του. Χαμογελούσε συνεχώς κι ένας σοβαρός επαγγελματίας ποτέ δε χαμογελάει χωρίς λόγο κι αιτία. Ούτε πηγαίνει σε χωριό να πουλήσει χωριάτικες πίτες. Ν’ άνοιγε μαγαζί με ζιζανιοκτόνα, με τροφή για κότες, έστω με ανταλλακτικά για τρακτέρ, θα το καταλάβαινε ο κόσμος. Αλλά μαγαζί με χωριάτικες πίτες, πού ξανακούστηκε. Μάλλον τα είχε χαμένα.
Πέρασαν τρεις μέρες και την Τετάρτη, όπως είχε υποσχεθεί, άνοιξε το μαγαζί του. Μια ευωδιαστή μυρωδιά πλημμύρισε το χωριό. Μια μυρωδιά διαφορετική απ’ τις συνηθισμένες, μια μυρωδιά που έμπαινε στα σπίτια απ’ τις χαραμάδες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τους ανοιχτούς φεγγίτες, έφτανε στις μύτες των ανθρώπων, τις γαργαλούσε και τις έκανε ν’ ανοίγουν διάπλατα μ’ αλλόκοτη ευχαρίστηση. Κι ύστερα αυτή η πρωτόγνωρη μυρωδιά έπιανε τους ανθρώπους απ’ τη μύτη, θαρρείς τους αιχμαλώτιζε με μια μαγική κλωστή, και τους τραβούσε μέχρι το μαγαζί του χαμογελαστού άντρα. Εκεί βρίσκονταν τέσσερα μεγάλα ταψιά με την πιο φρέσκια, λαχταριστή και ευωδιαστή χωριάτικη πίτα που έγινε ποτέ. Κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί σε μια τόσο γλυκιά αιχμαλωσία. Μέσα σε λίγα λεπτά η ουρά έφτανε ως την πλατεία. Πρώτος μπήκε στο μαγαζί ο ξυλοκόπος του χωριού.
«Καλημέρα σας, τι θέλετε;» ρώτησε ο χαμογελαστός άντρας.
«Τι να θέλω», απάντησε νευριασμένος ο ξυλοκόπος. «Πίτα θέλω. Αυτό δεν πουλάς;»
«Μα και βέβαια πουλάω πίτα, αγαπητέ μου. Όμως έχω πολλά είδη πίτας. Τυρόπιτα, σπανακόπιτα, πρασόπιτα, τσουκνιδόπιτα, από αύριο θα έχω και κοτόπιτα!»
«Δε μ’ ενδιαφέρει», είπε με απότομο τρόπο ο ξυλοκόπος. «Δώσε μου γρήγορα δυο κομμάτια τυρόπιτα γιατί έχω αργήσει στη δουλειά μου».
«Αμέσως», είπε ο χαμογελαστός άντρας κι έκοψε με δεξιοτεχνία απ’ το ταψί δυο φρέσκα, λαχταριστά κομμάτια τυρόπιτα και τα πρόσφερε στον πελάτη του.
«Τι χρωστάω;» ρώτησε ο ξυλοκόπος.
«Μισό λεπτό να υπολογίσω», είπε ο χαμογελαστός άντρας. «Δυο κομμάτια τυρόπιτα, από δυο χαμόγελα το ένα, μας κάνουν τέσσερα χαμόγελα!»
Ο ξυλοκόπος τον κοίταξε με άγριο βλέμμα.
«Τι είπες;»
«Τέσσερα χαμόγελα, κύριε μου. Τόσο κάνουν τα δύο κομμάτια πίτα».
«Με δουλεύεις;» είπε ο ξυλοκόπος εκνευρισμένος. «Τι χαμόγελα και βλακείες μού λες; Εγώ, θέλω να σε πληρώσω με χρήματα. Αληθινά χρήματα!»
«Λυπάμαι πολύ», είπε ο χαμογελαστός άντρας. «Δε δέχομαι χρήματα. Όλη μου τη ζωή έχω μάθει να πληρώνομαι σε χαμόγελα».
«Βρε άντε να χαθείς από δω πέρα!» φώναξε ο ξυλοκόπος κι έφυγε θυμωμένος χωρίς να πάρει την πίτα του.
Επόμενη στη σειρά ήταν μια όμορφη νεαρή κοπέλα, η Αγγελική. Ήθελε μια σπανακόπιτα, μια πρασόπιτα και μια τσουκνιδόπιτα. Δε χρειάστηκε πολλή ώρα ο χαμογελαστός άντρας να υπολογίσει το λογαριασμό.
«Ένα χαμόγελο η σπανακόπιτα, δύο η πρασόπιτα και τρία η τσουκνιδόπιτα, γιατί χθες όλο το απόγευμα μάζευα τσουκνίδες στο βουνό, μας κάνουν σύνολο έξι χαμόγελα!»
«Τι χαμόγελα χριστιανέ μου;» ρώτησε η Αγγελική χαμογελώντας. «Λεφτά δε θέλεις;»
«Όχι, λυπάμαι. Πληρώνομαι μόνο σε χαμόγελα».
Η Αγγελική δεν άντεξε, χαμογέλασε για δεύτερη φορά και το χαμόγελό της ήταν το πιο όμορφο κοριτσίστικο χαμόγελο που είδε ποτέ στη ζωή του ο χαμογελαστός άντρας.
«Κι όλοι αυτοί που περιμένουν, θα πρέπει να χαμογελάσουν για να πάρουν την πίτα τους;» είπε η Αγγελική και χαμογέλασε άλλες δυο φορές.
«Ακριβώς. Ήδη μέχρι τώρα έχεις χαμογελάσει τέσσερις φορές. Συνεπώς χρωστάς άλλα δύο χαμόγελα».
«Μετράς τα χαμόγελά μου;» ρώτησε η Αγγελική χωρίς να συγκρατήσει ένα ακόμη χαμόγελο. «Να στα δώσω γιατί όχι; Πόσα είπε ότι θέλεις; Δύο;»
«Όχι, τώρα πλέον μόνο ένα. Ορίστε οι πίτες σου» και της έδωσε τις πίτες που είχε παραγγείλει.
Η Αγγελική χάρισε και το τελευταίο της χαμόγελο στο χαμογελαστό άντρα και βγήκε έξω μουρμουρίζοντας:
«Μα το Θεό, είσαι περίεργος τύπος, αλλά μ’ αρέσεις. Έχεις πλάκα!»
Δεν ήταν όλοι το ίδιο ψύχραιμοι ή κεφάτοι σαν την Αγγελική. Κάποιοι, μόλις έφτανε η σειρά τους και άκουγαν πως ο χαμογελαστός άντρας πληρώνεται σε χαμόγελα, θύμωναν κι έφευγαν γκρινιάζοντας. Άλλοι πάλι τού έδιναν με χαρά όσα χαμόγελα ζητούσε κι ένιωθαν ευχαριστημένοι που η τσέπη τους είχε μείνει ανέπαφη. Οι μόνοι που δεν είχαν πρόβλημα να χαμογελάσουν ήσαν τα παιδιά. Περίμεναν υπομονετικά στην ουρά τους και πλήρωναν με το παραπάνω. Ένα χαμόγελο τούς ζητούσε ο χαμογελαστός άντρας; Δύο τού έδιναν. Δύο τούς ζητούσε; Τέσσερα τού έδιναν. Έτσι είναι πάντα τα παιδιά. Δεν τσιγκουνεύονται στο χαμόγελο. Μόνο ο μικρός Γιαννάκης, που περίμενε στο τέλος της ουράς, είχε πρόβλημα να πληρώσει.
«Δεν μπορώ να σου δώσω χαμόγελο», είπε με παράπονο. «Είμαι στεναχωρημένος γιατί ο πατέρας μου έφυγε να δουλέψει μακριά και θα τον ξαναδώ το καλοκαίρι».
«Σοβαρά;» είπε ο χαμογελαστός άντρας γέρνοντας το λαιμό του για να τον βλέπει καλύτερα. «Και τότε τι είναι αυτό που κρέμεται απ’ την τσέπη σου; Χαμόγελο δεν είναι;»
Το αγόρι έβαλε το χέρι στην τσέπη.
«Δεν έχω τίποτα στην τσέπη μου. Μόνο χρήματα», απολογήθηκε με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού.
«Τώρα πήγε στην άλλη τσέπη», φώναξε ο χαμογελαστός άντρας.
«Πας να με ξεγελάσεις», είπε χαμογελώντας ο Γιαννάκης. Δεν έχω κρυμμένα χαμόγελα στις τσέπες μου».
«Να, το χαμόγελό σου!» φώναξε θριαμβευτικά ο χαμογελαστός άντρας. «Είδες τι εύκολο ήταν;» κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι πίτα και το πρόσφερε στο Γιαννάκη.
«Θα έρθω και αύριο», είπε το αγόρι ενθουσιασμένο.
«Να έρχεσαι κάθε μέρα. Όσο στεναχωρημένος κι αν είσαι, εγώ θα βρίσκω πάντα ένα τρόπο να πληρωθώ. Όλοι οι άνθρωποι, αν τους ψάξεις, έχουν μέσα τους κρυμμένο ένα χαμόγελο».
«Το γέλιο κοστίζει περισσότερο από ένα χαμόγελο;» ρώτησε ο Γιαννάκης.
«Το γέλιο είναι εύκολο», απάντησε ο χαμογελαστός άντρας. «Γελάς όταν είσαι μεθυσμένος, όταν βλέπεις κάποιον να σκοντάφτει, όταν διαβάζεις κάτι αστείο. Όμως το χαμόγελο είναι κάτι διαφορετικό. Με το χαμόγελο επικοινωνείς. Χαμογελάς σε κάποιον για να δείξεις ότι χάρηκες που τον είδες, για να δείξεις πως είσαι ευτυχισμένος, πως τον αγαπάς. Χαμογελάς για να δώσεις κουράγιο στο φίλο σου, να συμπαρασταθείς στη δύσκολη στιγμή του… Το χαμόγελο είναι ένας τρόπος να εκφράζεσαι, να δείχνεις τα συναισθήματά σου».
«Όχι όμως και να πληρώνεις με χαμόγελο…»
«Γιατί όχι; Ποιος το λέει αυτό; Φαντάσου έναν κόσμο που όλοι πληρώνουν με χαμόγελο. Δε θα υπάρχουν πλούσιοι ή φτωχοί. Όλος ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος. Ό,τι θέλεις θα μπορείς να το αγοράσεις. Τυρόπιτα τραβάει η όρεξή σου; σοκολάτα; τσουρέκι; Ένα χαμόγελο ή το πολύ δύο θα είναι αρκετά. Μήπως θέλεις κάτι πιο φτηνό όπως ζαχαρωτά ή καραμέλες; Μ’ ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη τ’ αγόρασες. Μήπως έχεις ανάγκη κάτι πιο ακριβό όπως ένα κιλό κρέας ή μια κότα; Τότε θα δώσεις κάτι περισσότερο. Μια αγκαλιά, γιατί όχι και δύο ή, αν είναι κάτι πολύ ακριβό, ένα φιλί στο μάγουλο ή μια γλυκιά κουβέντα. Κλείσε τα μάτια σου και σκέψου για λίγο έναν κόσμο που όλοι αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Υπάρχει τίποτα πιο αισιόδοξο, πιο ελπιδοφόρο;»
Πέρασαν δυο μήνες από τότε που ο χαμογελαστός άντρας εγκαταστάθηκε στο χωριό. Κι ήταν οι δυο πιο χαμογελαστοί μήνες που έζησαν ποτέ οι χωριανοί. Το χαμόγελο διαδόθηκε γρήγορα, σαν κολλητική ασθένεια, έγινε συνήθεια σε όλους. Καλημερίζονταν και χαμογελούσαν, δούλευαν στα χωράφια και χαμογελούσαν, έκαναν τις δουλειές του σπιτιού και χαμογελούσαν, μάλωναν και χαμογελούσαν, κι η διαφωνία τους γινόταν αμέσως τόσο μικρή, τόσο ασήμαντη που αγκάλιαζε ο ένας τον άλλον κι έφευγαν για τις δουλειές τους ξεχνώντας για ποιο λόγο είχαν μαλώσει. Η ζωή τους για πρώτη φορά είχε γίνει ξένοιαστη και χαμογελαστή.
Όμως στον τρίτο μήνα εμφανίστηκαν τα πρώτα εμπόδια. Ο Δήμαρχος έστειλε χαρτί στο χαμογελαστό άντρα και του ζητούσε φόρο για το μαγαζί, η κυρα-Σοφία άρχισε να γκρινιάζει γιατί καθυστερούσε να της πληρώσει το μηνιάτικο, η εφορία τον διέταξε να εκδίδει θεωρημένες αποδείξεις και ο σύλλογος κατασκευαστών χωριάτικης πίτας τον έκανε καταγγελία στο δικαστήριο για «αθέμιτο ανταγωνισμό». Το χειρότερο όμως ήταν πως τα χρήματα του χαμογελαστού άντρα άρχισαν να λιγοστεύουν. Τώρα έφτιαχνε μόνο τυρόπιτα κι αυτή δεν ήταν αρκετή για όλους. Όσοι περίμεναν στην ουρά χωρίς να πάρουν το κομμάτι τους, έφευγαν γκρινιάζοντας. Κάποιοι μάλιστα υπόσχονταν πως δε θα ξαναπατήσουν το πόδι τους στο μαγαζί του. Μερικοί ξεσπούσαν σ’ αυτούς που είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι από την περίφημη πίτα. Η γκρίνια άρχισε και πάλι να βασιλεύει στο χωριό, το χαμόγελο ξανάγινε σπάνιο.
Ένα πρωινό, ο χαμογελαστός άντρας αποφάσισε να μην ανοίξει πια το μαγαζί του. Η ξεχωριστή μυρωδιά από τις πίτες του δεν πλημμύρισε όπως κάθε μέρα το χωριό. Όλοι βγήκαν ανήσυχοι στους δρόμους κι άρχισαν να ρωτούν τους περαστικούς:
«Μα πού πήγε η μυρωδιά που τρύπωνε στα σπίτια μας κάθε πρωί και χάιδευε τη μύτη μας; Γιατί χάθηκε αυτή η μεθυστική ευωδία; Μήπως αρρώστησε ο χαμογελαστός άντρας;»
Μέσα σε λίγα λεπτά μαζεύτηκαν όλοι μπροστά στο μαγαζί του. Εκείνη την ώρα ο χαμογελαστός άντρας κλείδωνε την εξώπορτα κι ετοιμαζόταν με μια βαλίτσα στο χέρι να φύγει για πάντα απ’ το χωριό. Μόλις αντίκρισε τον κόσμο, άφησε τη βαλίτσα κάτω και είπε:
«Λυπάμαι πολύ, αλλά σήμερα δε θα σας ετοιμάσω πίτα», και για πρώτη φορά από τότε που ήρθε στο χωριό δε χαμογελούσε. Ήταν σοβαρός και τα μάτια του γυάλιζαν. «Η επιχείρησή μου δυστυχώς έπεσε έξω. Είμαι αναγκασμένος να κλείσω το μαγαζί».
«Δε θα πας πουθενά!» φώναξε η κυρα-Σοφία. «Μου χρωστάς ένα μηνιάτικο!»
«Το ξέρω», είπε ο χαμογελαστός άντρας. «Σου υπόσχομαι, μόλις μαζέψω χρήματα θα σου τα στείλω. Δεν είμαι κλέφτης…»
«Η συμφωνία μας άλλαξε», είπε η κυρα-Σοφία. «Τώρα θέλω ενενήντα…»
«Μα είχαμε συμφωνήσει για λιγότερα…»
«Δε μ’ ενδιαφέρει! Θέλω ενενήντα χαμόγελα. Τόσα μου χρωστάς. Τρία για κάθε μέρα του μήνα. Από δω και πέρα θα μου δίνεις ένα το πρωί, ένα το μεσημέρι κι ένα το βράδυ πριν κοιμηθώ».
Τα μάτια του χαμογελαστού άντρα γυάλισαν πάλι, μόνο που τώρα δεν ήταν από στενοχώρια αλλά από συγκίνηση.
«Σ’ ευχαριστώ, κυρα-Σοφία», είπε και το χαμόγελο ξανάρθε στο στενοχωρημένο του πρόσωπο «όμως δεν έχω χρήματα ν’ αγοράσω τα υλικά που χρειάζομαι για τις πίτες».
«Θα σου δώσω, εγώ, αλεύρι!» είπε ο μυλωνάς του χωριού. «Θα με πληρώνεις σε χαμόγελα. Όσα χαμόγελα μου πεις, εγώ θα προτείνω περισσότερα, θα κάνουμε παζάρια και τελικά θα τα βρούμε στη μέση. Έτσι τελειώνω πάντα τις δουλειές μου».
«Εγώ θα σου δίνω αυγά!» φώναξε η Μαριγώ, η γειτόνισσα της κυρα-Σοφίας. «Έτσι κι αλλιώς, λεφτά απ’ το νοικάρη μου δε βλέπω. Τουλάχιστον να δω κάνα χαμόγελο να ομορφύνει η ζωή μου».
«Κι εγώ θα σου δίνω τυρί!» είπε ο μπαρμπα-Θόδωρος που είχε τις περισσότερες κατσίκες στο χωριό. «Τόσα χρόνια παντρεμένος, χαμόγελο δεν είδα απ’ τη γυναίκα μου, καιρός να δω από έναν ξένο».
«Εγώ θ’ ανεβαίνω στο βουνό να μαζεύω τσουκνίδες κι ό,τι άλλο χόρτο χρειάζεσαι!» φώναξε ο Γιαννάκης.
«Κι όταν σου τελειώνουν τα χαμόγελα», είπε η Αγγελική «θα σου δίνω εγώ όσα θέλεις!» και το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά.
«Μια στιγμή!» φώναξε ο ξυλοκόπος κι όλοι παραμέρισαν. «Πίτα δεν έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα απ’ το χαμογελαστό άντρα, μα απ’ ό,τι ακούω πρέπει να είναι πεντανόστιμη. Γι’ αυτό κι εγώ, από σήμερα θα τον προμηθεύω με ξύλα για το φούρνο του, μ’ αντάλλαγμα βέβαια δυο τρία κομμάτια πίτα την ημέρα, ανάλογα με την όρεξή μου».
Ύστερα ο ξυλοκόπος έσκασε ένα υπέροχο, πλατύ, κουτσοδόντικο χαμόγελο κι όλοι είδαν πως του έλειπαν τρία μπροστινά δόντια. Γι’ αυτό δε χαμογελούσε ποτέ! Δεν ήταν κακός, απλώς ντρεπόταν τους συγχωριανούς του, δεν ήθελε να τον κοροϊδεύουν. Όμως τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν τον ένοιαζε, ήθελε επιτέλους να δείξει σε όλους πως είναι κι αυτός κανονικός άνθρωπος, με αισθήματα κι ευαισθησίες, όχι κάποιος αγριάνθρωπος.
«Υπάρχει και κάτι άλλο», συνέχισε ο ξυλοκόπος. «Έμαθα πως ο Δήμαρχος ζήτησε απ’ το χαμογελαστό άντρα να πληρώνει φόρο. Είναι αλήθεια;» και κοίταξε το Δήμαρχο με το γνωστό του άγριο βλέμμα.
«…Ε…όχι ακριβώς…δηλαδή…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Δήμαρχος.
«Τι όχι ακριβώς; Μίλα κανονικά!» είπε ο ξυλοκόπος κι άρχισε να κοκκινίζει απ’ τα νεύρα του.
«Ας πληρώσει το φόρο σε χαμόγελα», είπε ο Δήμαρχος λες και κατάπιε φάρμακο κι όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
«Τώρα πλέον, μετά από όσα άκουσες», είπε ο ξυλοκόπος «επιμένεις να φύγεις;»
«Όχι! Θα μείνω!» φώναξε ενθουσιασμένος ο χαμογελαστός άντρας «και θα σας φτιάχνω τόσα πολλά και νόστιμα είδη χωριάτικης πίτας που δεν έχετε φανταστεί ποτέ!»
Ύστερα σήκωσε τα μανίκια του κι έτρεξε με χαρά να ξεκλειδώσει το μαγαζί του.
Έτσι ο χαμογελαστός άντρας έμεινε για πάντα στο χωριό. Παντρεύτηκε την Αγγελική κι έκαναν πολλά χαμογελαστά παιδιά. Σιγά σιγά, κι άλλοι έμποροι ακολούθησαν το παράδειγμά του κι άρχισαν να δέχονται χαμόγελα αντί για χρήματα. Σε λίγα χρόνια το χαμόγελο έγινε επίσημο νόμισμα στο χωριό. Όλα τα χρήματα πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Κι έγινε το χωριό τους το πιο χαμογελαστό χωριό του κόσμου. Και το πιο ευτυχισμένο φυσικά!
Το διήγημα γράφτηκε από τον Θωμά Μενεξέ το 2002
ΠΗΓΗ: https://otanimoundaskalos.wordpress.com/
Category:
τελεια ιστορια μακαρι ολα μας τα προβληματα να μπορουσαν να λυθουν με χαμογελα...!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή